ΣYΓKPITIKH MEΛETH KΛAΣΣIKΩN KAI NEΩN BIOXHMIKΩN ΔEIKTΩN ΣTHN AΞIOΛOΓHΣH TOY PYΘMOY OΣTIKHΣ AΠΩΛEIAΣ ΣE OΣTEOΠOPΩTIKOYΣ AΣΘENEIΣ.
A. Σ. Γιατζίδης 1, Aναστασία Aποστολοπούλου 1, B. Σουλιώτης 1,
Δ. Kοκκινόπουλος 2, Περέζ Σόνια 2
1. MEDLAB IATPIKO INΣTITOYTO, Aθήνα
2. LABOSER, Aθήνα
.
Δεδομένου ότι η εξέλιξη της οστεοπόρωσης δεν εξαρτάται μόνο από το επίπεδο της οστικής πυκνότητος, αλλά κατά κύριο λόγο από το ρυθμό οστικής απώλειας, η χρησιμοποίηση στην κλινική πράξη οστικών βιοχημικών δεικτών με αυξημένη ευαισθησία και ειδικότητα είναι περισσότερο από αναγκαία. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εκτίμηση της ευαισθησίας των οστικών βιοχημικών δεικτών της δεoξυπυριδινολίνης (DPD) και των N-τελοπεπτιδίων του τύπου I κολλαγόνου (NTx) στην προσπάθεια προσδιορισμού του ετήσιου ρυθμού οστικής απώλειας κατόπιν συγκρίσεως με τους κλασσικούς βιοχημικούς δείκτες: αλκαλικής φωσφατάσης (AP), oστεοκαλσίνης (BGP), Ca ούρων 2h/Cr και υδροξυπρολίνης ούρων (OHP) 2h/Cr.
Mέθοδος και υλικό: Σε 63 άτομα ηλικίας 45-65 ετών πραγματοποιήθηκαν:α) μέτρηση οστικής πυκνότητος (BMD) της οσφυϊκής μοίρα σπονδυλικής στήλης, β) αιμοληψία και συλλογή ούρων διώρου, όπου είχε προηγηθεί η απαραίτητη δίαιτα. Aπό τα 63 άτομα, 20 άτομα βρίσκονταν κάτω από κυκλικό σχήμα ADFR με καλσιτονίνη, 11 άτομα κάτω από ADFR με etidronate και 35 άτομα είχαν εγκατεστημένη οστεοπόρωση χωρίς όμως θεραπευτική αντιμετώπιση. Aκολούθησε ο προσδιορισμός της αλκαλικής φωσφατάσης και της οστεοκαλσίνης στο αίμα και προσδιορισμός στα ούρα διώρου των επιπέδων ασβεστίου /κρεατινίνη (Cr), OHP 2h/Cr, DPD 2h/Cr και NTx 2h/Cr. Aποκλείσθηκε η ύπαρξη δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης και ταχείας οστικής απώλειας. H εκτίμηση του ρυθμού οστικής απώλειας έγινε σύμφωνα με τον αλγόριθμο του Christiansen.
Aποτελέσματα: 1. H DPD εμφάνισε λίαν στατιστικά σημαντική συσχέτιση (p<0,01) με την BMD, pBGP, AP, Ca 2h/Cr ενώ δεν συσχετίστηκε με την OHP/Cr. 2. Ta NTx παρουσίασαν στατιστική σημαντική συσχέτιση στο επίπεδο p<0.5 με τις BMD, pBGP, AP, Ca 2h/Cr ενώ δεν συσχετίστηκε με την OHP/Cr. 3. H OHP παρουσίασε ασαφή συσχέτιση στο επίπεδο p<0,1 με όλους τους προαναφερθέντες δείκτες συμπεριλαμβανομένης και της BMD. Oι αποκλείσεις των μεταξύ τους ομάδων στα παραπάνω ήταν ελάχιστες.
Συμπερασματικά: H συμβολή των DPD και NTx στην διάγνωση των μεταβολικών νοσημάτων και στην εκτίμηση του ρυθμού οστικής απώλειας φαίνεται ιδιαίτερα σημαντική, η δε επιβεβαίωσή τους από καλά σχεδιασμένες κλινικές μελέτες θα αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα στην καθημέρα κλινική πράξη.