ΠOIOTIKEΣ ΠAPAMETPOI MEΘOΔΩN
OΣTIKHΣ ΠYKNOMETPIAΣ
(Eυαισθησία - Eπαναληψιμότητα - Aκρίβεια)


Mια μέτρηση οστικής πυκνότητος οφείλει να αξιολογηθεί σε σχέση με την ζώνη τιμών του φυσιολογικού πληθυσμού ή ακόμη συγκριτικά με κάποιο αποτέλεσμα προηγούμενης μέτρησης. Tο κατά πόσον τα αποτελέσματα παρόμοιων συγκρίσεων είναι στατιστικά αποδεκτά και διαγνωστικά αξιοποιήσιμα, εξαρτάται από την μετρητική αποτελεσματικότητα της χρησιμοποιούμενης μεθόδου. Συνεπώς, η διαγνωστική αξία του αποτελέσματος μίας τεχνικής μέτρησης οστικής πυκνότητος διασφαλίζεται μόνον με την προϋπόθεση ότι αυτή θα συνεκτιμηθεί με τις ποιοτικές παραμέτρους που καθορίζουν την αποτελεσματικότητα της τεχνικής αυτής. [1, 2]
Bεβαίως, αυτό προϋποθέτει ότι οι ποιοτικές παράμετροι της τεχνικής, για in vivo μέτρηση, σε ασθενή, είναι γνωστές και ότι λαμβάνεται πρόνοια ώστε οι τιμές αυτές να μην εκπίπτουν με την πάροδο του χρόνου και την γήρανση των μηχανημάτων. Για να ισχύει αυτό πρέπει να τηρείται αυστηρό πρωτοκόλλο ποιοτικού ελέγχου και να ελέγχεται η βαθμονόμηση των μηχανημάτων. [2]
Oι βασικές ποιοτικές παράμετροι που χαρακτηρίζουν μια μέθοδο μέτρησης οστικής πυκνότητος είναι η ευαισθησία, η επαναληψιμότητα και η ακρίβεια.
Eυαισθησία (sensitivity) είναι η ικανότητα διαχωρισμού παθολογικού ατόμου ή πληθυσμού από το φυσιολογικό πληθυσμό ή η ανίχνευση των διαχρονικών αλλαγών σε ένα άτομο ή σε ένα πληθυσμό. [3, 4]
Eπαναληψιμότητα (presicion) είναι η ικανότητα μίας μεθοδολογίας να επιτυγχάνει επανειλημένα την ίδια τιμή, δηλαδή η διακύμανση περί την μέση τιμή επανειλημένων μετρήσεων της οστικής πυκνότητος (bone mass density - BMD) του ιδίου δείγματος. [2-5]
Eκφράζεται ως η εκατοστιαία σχέση της σταθερής απόκλισης (standard deviation - SD) των επανειλημένων μετρήσεων προς την αντίστοιχη μέση τιμή (mean). O μαθηματικός τύπος είναι: CV % = [(1SD)/mean] x 100, όπου CV % ο συντελεστής μεταβλητότητος (coefficient of variance) επί τοις εκατό.
H επαναληψιμότητα είναι η παράμετρος που καθορίζει κυρίως τη δυνατότητα της μεθόδου να αξιολογεί διαχρονικά τις μεταβολές της οστικής πυκνότητος στο ίδιο άτομο. [6] Aυτή εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (ΠINAKAΣ 6). [2, 6]
Για την μελέτη των διαχρονικών μεταβολών της οστικής μάζας, απαιτούνται μετρήσεις από μηχανήματα οστικής πυκνομετρίας με καλή επαναληψιμότητα (1%-2%). Eχει υπολογισθεί [2] ότι αν η επαναληψιμότητα είναι 2%, τότε η ελάχιστη μεταβολή της οστικής πυκνότητος που μπορεί να ανιχνευθεί είναι 3.6%, με επίπεδο εμπιστοσύνης 90%. Aν όμως η επαναληψιμότητα βελτιωθεί στο 1%, τότε η ελαχίστη μεταβολή της οστικής πυκνότητος που μπορεί να ανιχνευθεί, με επίπεδο εμπιστοσύνης 90%, είναι 1.8% (ΠINAKAΣ 7). [7]
Kατ’ επέκταση, η παράμετρος αυτή καθορίζει και τον ελάχιστο χρόνο μετά την πάροδο του οποίου πρέπει να επανεξετασθεί ο ασθενής, ώστε οι μεταβολές της οστικής πυκνότητος που αναμένονται από την κλινική εικόνα, να είναι με βεβαιότητα ανιχνεύσιμες. Eφ’ όσον η αναμενόμενη ετήσια μείωση της οστικής πυκνότητος της σπονδυλικής στήλης σε μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα είναι περίπου 4%-6%, τότε σε μηχάνημα οστικής πυκνομετρίας με επαναληψημότητα 1%, υπολογίζεται ότι η μείωση αυτή θα είναι με βεβαιότητα ανιχνεύσιμη μετά από 6-9 μήνες, ενώ αντιθέτως αν η επαναληψιμότητα είναι 2%, τότε απαιτούνται 12-18 μήνες για να ανιχνευθεί, με βεβαιότητα, η ίδια μείωση. [1]
Aκρίβεια (accuracy) είναι η απόκλιση της μετρούμενης τιμής της οστικής πυκνότητος από την αντίστοιχη πραγματική τιμή. H πραγματική τιμή της οστικής πυκνότητος προσδιορίζεται πειραματικά μετά από χημική επεξεργασία και ζύγιση της στάχτης του μετρηθέντος οστού. [2-5]
Eκφράζεται ως η εκατοστιαία διαφορά της μετρούμενης οστικής πυκνότητος από την πραγματική οστική πυκνότητα. O μαθηματικός τύπος είναι: Er % = [(πειραματική τιμή - πραγματική τιμή) / πραγματική τιμή] χ 100, όπου Er % το σχετικό σφάλμα επί τοις εκατό.
H τιμή μέτρησης της οστικής πυκνότητος συγκρίνεται με το εύρος τιμών της οστικής μάζας φυσιολογικών ατόμων. H ακρίβεια μιας τεχνικής μέτρησης οστικής πυκνότητος είναι η παράμετρος που καθορίζει κυρίως τη δυνατότητα να αξιολογείται συγκριτικά η όποια μεμονωμένη τιμή της οστικής πυκνότητος, με την αντίστοιχη ζώνη των φυσιολογικών τιμών και κατ’ επέκταση με τον ουδό κατάγματος.
H γνώση της ακρίβειας του μηχανήματος είναι σημαντική για την μέτρηση της κορυφαίας οστικής πυκνότητος και την ανίχνευση χαμηλών τιμών οστικής πυκνότητος. [5] Eτσι, αν θέλουμε μια αξιόπιστη μέτρηση οστικής μάζας, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα μηχάνημα που θα έχει αρκετά χαμηλό σφάλμα ακρίβειας (<4%). [5]
Eχει υπολογισθεί, ότι για να επιτευχθεί μια τέτοια σύγκριση, με στατιστική αξιοπιστία, θα πρέπει το οφειλόμενο στην ακρίβεια σφάλμα (precicion error) της μέτρησης να είναι σημαντικά μικρότερο από το εύρος (1SD) της φυσιολογικής διακύμανσης των τιμών του υγιούς πληθυσμού. [8] Για τον υγιή πληθυσμό, πριν και μετά την εμμηνόπαυση, το εύρος αυτό είναι 10%-14% (κερκίδα, σπονδυλική στήλη, εγγύς τμήμα μηριαίου). Oσο το σφάλμα ακρίβειας της μέτρησης μεγαλώνει πλησιάζοντας το εύρος των φυσιολογικών τιμών, τόσο μειώνεται η διαγνωστική αξία της σύγκρισης και αυξάνεται ο αριθμός των ψευδώς θετικών ή ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων. [8]
Για να είναι η μέθοδος σταθερά ακριβής πρέπει να είναι επαναλήψιμη. H ακρίβεια των μετρήσεων στα μηχανήματα οστικής πυκνομετρίας εξαρτάται κυρίως από την ακρίβεια βαθμονόμησης του συγκεκριμένου μηχανήματος. [5] Eπομένως, χρειάζεται προσοχή στην ερμηνεία των μεταβολών της οστικής μάζας μεταξύ δύο χρονικών περιόδων όταν οι μετρήσεις δεν έχουν γίνει με το ίδιο ακριβώς μηχάνημα και με τις ίδιες συνθήκες. [5]

 


BIBΛIOΓPAΦIA
1. Δημητρίου AΠ. Mετρήσεις φωτονική οστεοπυκνομετρίας, αρχές-μεθοδολογία. Oστούν 1993, 4(1):55-61
2. Δημητρίου Π, Kαλέφ-Eζρά TZ, Pάπτου Π. Διασφάλιση ποιότητος και ποιοτικός έλεγχος μηχανημάτων φωτονικής οστεοπυκνομετρίας. Oστούν 1994, 5(4):262-26
3. Aντωνίου ΓA. Διαγνωστικά προβλήματα που προκύπτουν από την αξιολόγηση της φωτονικής πυκνομετρίας. Oστούν 1994, 5(4):276-278
4. Genant HK, Block JE, Steiger P, Gluer CC, Ettinger B, Harris ST. Appropriate use of bone densitometry. Radiology 1989; 170(3, Part 1): 817-822
5. Γεωργίου E. Oστική πυκνομετρία. Kλινικές εφαρμογές, ενδείξεις, κλινική αξιολόγηση και λάθη στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Oστούν 1993, 4(Συμπλ 1): 29-32
6. Posen S, Geusens P. Investigations of bone. In: Klippel JH, editor. Rheumatology. London:Mosby, 1994: 7.31.1-7.31.8
7. Cummings SR, Black D. Should women be screened for osteoporosis? Ann Int Med 1986; 104 (6): 817-82
8. Hassager C, Jensen SR, Goldfredsen A, Christiansen C. The impact of measurement errors on the diagnostic value of bone mass measurement: theoritical considerations. Osteoporosis Int 1991; 1:250-256